αγέραστος

αγέραστος
(I)
και αγήραστος, -η, -ο
αυτός που δεν γερνάει, ο πάντα ακμαίος, θαλερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + γεράζω.
ΠΑΡ. αγερασιά].
————————
(II)
ἀγέραστος, -ον (Α)
αυτός που δεν τού δόθηκε τιμητικό δώρο, ο αβράβευτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + γέρας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀγέραστος — without a gift of honour masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγέραστος — η, ο αυτός που δε γερνά, που μένει ακμαίος: Μόλο που χε περάσει τα ογδόντα έμενε αγέραστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγέραστον — ἀγέραστος without a gift of honour masc/fem acc sg ἀγέραστος without a gift of honour neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγεράστοις — ἀγέραστος without a gift of honour masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγεράστους — ἀγέραστος without a gift of honour masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγεράστῳ — ἀγέραστος without a gift of honour masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγέραστα — ἀγέραστος without a gift of honour neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγέραστοι — ἀγέραστος without a gift of honour masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβασίλευτος — η, ο (Α ἀβασίλευτος, ον) [βασιλεύω] αυτός που δεν κυβερνιέται, δεν εξουσιάζεται από βασιλιά. Ειδικότερα στη Νεοελληνική, ο όρος «αβασίλευτη δημοκρατία» δηλώνει το δημοκρατικό πολίτευμα, στο οποίο ο ανώτατος άρχων δεν είναι κληρονομικός αλλά… …   Dictionary of Greek

  • αγήραστος — η, ο ο αγέραστος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”