ἀγέραστος — without a gift of honour masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγέραστος — η, ο αυτός που δε γερνά, που μένει ακμαίος: Μόλο που χε περάσει τα ογδόντα έμενε αγέραστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγέραστον — ἀγέραστος without a gift of honour masc/fem acc sg ἀγέραστος without a gift of honour neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεράστοις — ἀγέραστος without a gift of honour masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεράστους — ἀγέραστος without a gift of honour masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεράστῳ — ἀγέραστος without a gift of honour masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγέραστα — ἀγέραστος without a gift of honour neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγέραστοι — ἀγέραστος without a gift of honour masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβασίλευτος — η, ο (Α ἀβασίλευτος, ον) [βασιλεύω] αυτός που δεν κυβερνιέται, δεν εξουσιάζεται από βασιλιά. Ειδικότερα στη Νεοελληνική, ο όρος «αβασίλευτη δημοκρατία» δηλώνει το δημοκρατικό πολίτευμα, στο οποίο ο ανώτατος άρχων δεν είναι κληρονομικός αλλά… … Dictionary of Greek
αγήραστος — η, ο ο αγέραστος* … Dictionary of Greek